σαραφιάτικος

σαραφιάτικος
-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σαράφη
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σαραφιάτικα
το κέρδος τού σαράφη από την ανταλλαγή νομισμάτων, σαραφλίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαράφης + κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. γαμπρ-ιάτικος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαράφικος — η, ο, Ν [σαράφης] 1. σαραφιάτικος 2. το ουδ. ως ουσ. το σαράφικο το κατάστημα τού σαράφη …   Dictionary of Greek

  • σαραφιάτικα — τα, Ν βλ. σαραφιάτικος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”